ἐστράφην

ἐστράφην
στράπτω
lighten
plup ind act 1st sg (doric aeolic)
στράπτω
lighten
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
στράπτω
lighten
aor ind pass 1st sg
στρέφω
Aër.
aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic)
στρέφω
Aër.
aor ind pass 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”